laŭ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

laŭ < γερμανική laut, γίντις lojt

Πρόθεση[επεξεργασία]

laŭ (eo)

  1. κατά, σύμφωνα με
    laŭ lia opinio, κατά τη γνώμη του, σύμφωνα με τη γνώμη του
  2. χάρη σε, λόγω, επί τη ευκαιρία
    li vizitis la lando laŭ invito de la registaro, επισκέφτηκε τη χώρα λόγω πρόσκλησης της κυβέρνησης