laŭro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- laŭro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laŭro | laŭroj |
αιτιατική | laŭron | laŭrojn |
laŭro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laŭro | laŭroj |
αιτιατική | laŭron | laŭrojn |
laŭro (eo)