δάφνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δάφνη | οι | δάφνες |
γενική | της | δάφνης | των | δαφνών |
αιτιατική | τη | δάφνη | τις | δάφνες |
κλητική | δάφνη | δάφνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δάφνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δάφνη
- (μεταφορική έννοια) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική laurier[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈðaf.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δάφ‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δάφνη θηλυκό
- (φυτό) αειθαλές φυτό με μεγάλο ύψος (6-18 μέτρα). Έχει σκληρά, μακρόστενα κι αρωματικά άνθη και σκουρόχρωμους καρπούς. Τα φύλλα του είναι κιτρινωπά ή πρασινωπά, έχουν ωοειδές σχήμα με σκληρή και δερματώδη υφή και είναι ιδιαίτερα αρωματικά. Τα κλαδιά της δάφνης είναι το σύμβολο της δόξας
- ↪ στεφάνι δάφνης
- το φύλλο του δέντρου, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
- ↪ Με δύο φύλλα δάφνης το στιφάδο έχει άλλη νοστιμιά.
- (μεταφορικά) ο θρίαμβος, η επιτυχία, η δόξα
- ↪ ποιητικές δάφνες
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δρέπω δάφνες
- κάθομαι / αναπαύομαι / επαναπαύομαι στις δάφνες μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δάφνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δάφνη
|
αναπαύομαι στις δάφνες μου
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δάφνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δᾰφνα- | |||||
ονομαστική | ἡ | δάφνη | αἱ | δάφναι | |
γενική | τῆς | δάφνης | τῶν | δαφνῶν | |
δοτική | τῇ | δάφνῃ | ταῖς | δάφναις & δάφναισι, (Στησίχορος) | |
αιτιατική | τὴν | δάφνην | τὰς | δάφνᾱς | |
κλητική ὦ! | δάφνη | δάφναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δάφνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δάφναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
[επεξεργασία]- δάφνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δάφνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)