Μετάβαση στο περιεχόμενο

αρωματοποιία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρωματοποιία οι αρωματοποιίες
      γενική της αρωματοποιίας των αρωματοποιιών
    αιτιατική την αρωματοποιία τις αρωματοποιίες
     κλητική αρωματοποιία αρωματοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρωματοποιία < αρωματοποιώ < άρωμα + ποιώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρωματοποιία θηλυκό

  • η παρασκευή αρωμάτων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]