labordaŭro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | labordaŭro | labordaŭroj |
αιτιατική | labordaŭron | labordaŭrojn |
labordaŭro (eo)
- η διάρκεια εργασίας