lacerate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈlæsəˌreɪt/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
? (λατινογενές)
Ρήμα[επεξεργασία]
lacerate (en) (μεταβατικό)
- κόβω βαθιά την σάρκα· κομματιάζω, κατακόβω, ξεσκίζω
- Συνώνυμα: cut
- (μεταφορικά) επικρίνω δεικτικά/σφόδρα/σφοδρά