lagana
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lagana < νέα ελληνική λαγάνα < αρχαία ελληνική λάγανον < λαγαίω (αφήνω, χαλαρώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leg- (μαλακός, χαλαρός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lagana (en)