lambaste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας lambaste
γ΄ ενικό ενεστώτα lambastes
αόριστος lambasted
παθητική μετοχή lambasted
ενεργητική μετοχή lambasting

lambaste (en)

  1. χτυπώ, δέρνω
  2. επικρίνω σφοδρά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize