latch onto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | latch onto |
γ΄ ενικό ενεστώτα | latches onto |
αόριστος | latched onto |
παθητική μετοχή | latched onto |
ενεργητική μετοχή | latching onto |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
latch onto (en) (something)
- προσκολλώμαι
- αναπτύσσω έντονο ενδιαφέρον για κάτι
- αρχίζω να κατανοώ κάτι, αρχίζω να «πιάνω» κάτι