laundromat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
laundromat | laundromats |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laundromat (en)
- το πλυντήριο, ένα μέρος όπου μπορώ να πλένω και να στεγνώνω τα ρούχα μου σε αυτόματα πλυντήρια που πληρώνω για να τα χρησιμοποιήσω
- ↪ public laundromat - πλυντήριο για το κοινό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- laundromat στην αγγλική Βικιπαίδεια