leĝaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leĝaro | leĝaroj |
αιτιατική | leĝaron | leĝarojn |
leĝaro (eo)
- (νομικός όρος) η νομοθεσία, το σύνολο των νόμων