leg

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
leg legs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leg (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το πόδι ανθρώπου
  2. το πόδι ζώου
  3. το πόδι τραπεζιού ή άλλου επίπλου
    ⮡  a table with foldable legs so it can be moved easily - τραπέζι με σπαστά πόδια για να μεταφέρεται εύκολα
  4. το τμήμα, το σκέλος ενός ταξιδιού
    ⮡  the first leg of a flight around the world - το πρώτο τμήμα ενός γύρου του κόσμου με αεροπλάνο
  5. το σκέλος παντελονιού



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leg (da)