lender
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lender | lenders |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lender (en)
- (οικονομία) ο δανειστής/η δανείστρια
ενικός | πληθυντικός |
lender | lenders |
lender (en)