Μετάβαση στο περιεχόμενο

lender

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lender lenders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lender < lend + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lender (en)