lessee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lessee | lessees |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lessee (en)
- (νομικός όρος) ο νοικάρης, ο ενοικιαστής, ο μισθωτής