Μετάβαση στο περιεχόμενο

libre

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
libre < λατινική liber

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /libʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
libre libres

libre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

un homme libre, une place libre, temps libre
ένας ελεύθερος άνθρωπος, μια ελεύθερη θέση, ελεύθερος χρόνος


Σύνθετα

[επεξεργασία]



Δείτε επίσης: taxi, taxímetro

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

libre (es) αρσενικό (Βενεζουέλα)