licenco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | licenco | licencoj |
αιτιατική | licencon | licencojn |
licenco (eo)
- (πληροφορική) η άδεια χρήσης ενός προγράμματος