Μετάβαση στο περιεχόμενο

linen

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
linen linens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

linen (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το λινό, ύφασμα από λινάρι
    ⮡  Linen wrinkles easily.
    Το λινό τσαλακώνει εύκολα.
    ⮡  Linen needs very good ironing.
    Τα λινά θέλουν πολύ καλό σιδέρωμα.
  2. τα λευκά είδη, όπως σεντόνια, τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες κτλ.
    ⮡  top quality brand-name linens - επώνυμα λευκά είδη κορυφαίας ποιότητας