linen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
linen | linens |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
linen (en)
- (μη μετρήσιμο) το λινό, ύφασμα από λινάρι
- ↪ Linen wrinkles easily.
- Το λινό τσαλακώνει εύκολα.
- ↪ Linen needs very good ironing.
- Τα λινά θέλουν πολύ καλό σιδέρωμα.
- ↪ Linen wrinkles easily.
- τα λευκά είδη, όπως σεντόνια, τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες κτλ.
- ↪ top quality brand-name linens - επώνυμα λευκά είδη κορυφαίας ποιότητας