Μετάβαση στο περιεχόμενο

lipstick

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lipstick lipsticks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lipstick < lip + stick

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lipstick (en)