lipstick
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lipstick | lipsticks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lipstick (en)
- (κοσμετολογία) το κραγιόν
- ⮡ Her lipstick had smudged.
- Το κραγιόν της είχε μουτζουρωθεί.
- ⮡ Her lipstick had smudged.