living standard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
living standard | living standards |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
living standard (en)
ενικός | πληθυντικός |
living standard | living standards |
living standard (en)