livreur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | livreur | livreurs |
θηλυκό | livreuse | livreuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]livreur (fr)
- αυτός που παραδίδει, που διανέμει εμπορεύματα, o κομιστής, ο διανομέας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη livrer