loathing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]loathing < loathe + -ing < παλαιοαγγλικά: lāthian γερμανικού ετύμου· συγγενές του loath
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]loathing (en)