loudspeaker
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
loudspeaker | loudspeakers |
loudspeaker (en)
ενικός | πληθυντικός |
loudspeaker | loudspeakers |
loudspeaker (en)