Μετάβαση στο περιεχόμενο

loudspeaker

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
loudspeaker < loud + speaker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
loudspeaker loudspeakers

loudspeaker (en)