météo
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- météo < περικοπή του météorologique
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]météo (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) μετεωρολογικός
- ⮡ les prévisions météo - η πρόβλεψη του καιρού
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- météo < περικοπή του météorologie
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]météo (fr) θηλυκό άκλιτο (οικείο)
- (μετεωρολογία) η μετεωρολογία
- ⮡ j'aime étudier la météo - μου αρέσει η μελέτη της μετεωρολογίας
- ο καιρός
- ⮡ la météo est instable - ο καιρός είναι ασταθής