majestically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | majestically |
συγκριτικός | more majestically |
υπερθετικός | most majestically |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
majestically (en)
- μεγαλόπρεπα
- ↪ The Acropolis rises majestically above Athens.
- Η Ακρόπολη υψώνεται μεγαλόπρεπα πάνω από την Αθήνα.
- ↪ The Acropolis rises majestically above Athens.