majestically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός majestically
συγκριτικός more majestically
υπερθετικός most majestically

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
majestically < majestic + -ally

Επίρρημα

[επεξεργασία]

majestically (en)

  • μεγαλόπρεπα
    ⮡  The Acropolis rises majestically above Athens.
    Η Ακρόπολη υψώνεται μεγαλόπρεπα πάνω από την Αθήνα.