malnourished
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | malnourished |
συγκριτικός | more malnourished |
υπερθετικός | most malnourished |
Επίθετο
[επεξεργασία]malnourished (en)
- υποσιτίζομαι
- ⮡ The population of the earth is by and large malnourished.
- Ο πληθυσμός της γης κατά ένα μεγάλο μέρος υποσιτίζεται.
- ⮡ The population of the earth is by and large malnourished.