malpacienciĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα malpacienciĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | malpacienciĝas | malpacienciĝanta | malpacienciĝata |
αόριστος | malpacienciĝis | malpacienciĝinta | malpacienciĝita |
μέλλοντας | malpacienciĝos | malpacienciĝonta | malpacienciĝota |
υποθετική | malpacienciĝus | - | - |
προστακτική | malpacienciĝu | - | - |
malpacienciĝi (eo)
- ανυπομονώ, γίνομαι ανυπόμονος, βαριέμαι να περιμένω