malsonnant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | malsonnant | malsonnants |
θηλυκό | malsonnante | malsonnantes |
malsonnant (fr)
- δυσάρεστος στην ακοή, που δεν ακούγεται καλά