Μετάβαση στο περιεχόμενο

manœuvre

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
manœuvre manœuvres

manœuvre (fr) θηλυκό

  1. η μανούβρα, ο ελιγμός, το τέχνασμα
  2. ο ανειδίκευτος εργάτης

Συγγενικά

[επεξεργασία]