manœuvre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
manœuvre | manœuvres |
manœuvre (fr) θηλυκό
- η μανούβρα, ο ελιγμός, το τέχνασμα
- ο ανειδίκευτος εργάτης
ενικός | πληθυντικός |
manœuvre | manœuvres |
manœuvre (fr) θηλυκό