Μετάβαση στο περιεχόμενο

manhood

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
manhood < man + -hood

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manhood (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανδρική ηλικία
      He is reaching manhood.
    Φτάνει στην ανδρική ηλικία.
  2. ο ανδρισμός