manqué
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | manqué | manqués |
θηλυκό | manquée | manquées |
manqué (fr)
- αποτυχημένος
- photo manquée - αποτυχημένη φωτογραφία
- χαμένος
- occasion manquée - χαμένη ευκαιρία
- άστοχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
manqué | manqués |
manqué (fr) αρσενικό