mascaret

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mascaret mascarets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mascaret (fr) αρσενικό

  1. το μασκαρέ, μεγάλο κύμα στις εκβολές ενός ποταμού
  2. παλιρροϊκό κύμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]