massacrant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

massacrant < massacrer, που έχει τάση για σφαγή

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό massacrant massacrants
θηλυκό massacrante massacrantes

massacrant (fr)

  1. (οικείο) (μιλώντας για τη διάθεση κάποιου) κακόκεφος
    il est d'une humeur massacrante - είναι φοβερά κακόκεφος