matrjoŝko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matrjoŝko | matrjoŝkoj |
αιτιατική | matrjoŝkon | matrjoŝkojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maˈtrjoʃ.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ma‐trjoŝ‐ko
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]matrjoŝko (eo)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- matrjoŝko στην εσπεράντο Βικιπαίδεια