κούκλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούκλα | οι | κούκλες |
γενική | της | κούκλας | των | κουκλών |
αιτιατική | την | κούκλα | τις | κούκλες |
κλητική | κούκλα | κούκλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούκλα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική cuculla[1] < λατινική cucullus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kuH-l- < *(s)kewH- (καλύπτω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈku.kla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐κλα



Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούκλα θηλυκό
- ανθρώπινο ομοίωμα, κατασκευή που μοιάζει με άνθρωπο
- (παιχνίδι) παιδικό παιχνίδι που είναι ομοίωμα ανθρώπου
- (ειδικότερα) μαριονέτα
- ομοίωμα ανθρωπίνου σώματος που χρησιμοποιείται για επίδειξη ρουχισμού
- (προσφώνηση, μεταφορικά) προσφώνηση ή χαρακτηρισμός όμορφου ανθρώπου ή πράγματος
- τρόπος συσκευασίας νήματος για πλέξιμο, είδος μακρόστενου κουβαριού τυλιγμένου σε μηχανή
- (κατʼ επέκταση) νήμα τυλιγμένο σε μακρόστενη στρογγυλή λουρίδα τυλιγμένη σε σχήμα οχτώ, τσιλές
- κώνος καλαμποκιού
[επεξεργασία]
- κουκλάκι
- κουκλάρα
- κουκλί
- κουκλίστικος
- κουκλίτσα
- κουκλοθέατρο
- κούκλος
- κουκλόσπιτο
- → δείτε τις λέξεις κουκούλα και κουκούλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κούκλα
[επεξεργασία]
- ↑ κούκλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια, αντικείμενα (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)