pelote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pelote (fr) θηλυκό
- πελότα, βελονοθήκη
- μαξιλαράκι
- κουβάρι
- μπαλάκι (του τένις)
pelote (fr) θηλυκό