pelote
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pelote (fr) θηλυκό
- πελότα, βελονοθήκη
- μαξιλαράκι
- κουβάρι
- μπαλάκι (του τένις)
pelote (fr) θηλυκό