pila
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pila (es)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]pila (la) ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του pilum
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]pila < πρωτοσλαβική λέξη pila
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pila (hr) θηλυκό
- το πριόνι
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]pila < πρωτοσλαβική λέξη pila
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pila (cs) θηλυκό
- το πριόνι
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pila (fi)