μπαλάκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλάκι | τα | μπαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπαλάκι | τα | μπαλάκια |
κλητική | μπαλάκι | μπαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαλάκι < μπάλα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαλάκι ουδέτερο
- μικρή μπάλα
- (μεταφορικά) το γκολ
- φάγαμε δύο μπαλάκια χτες.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πετάω το μπαλάκι (σε κάποιον): μεταθέτω τις ευθύνες που έχω (σε κάποιον άλλο)
- κάνω μπαλάκι (κάποιον): (συνήθως σε τρίτο πρόσωπο στον πληθυντικό: κάνουν κάποιον μπαλάκι) λέγεται συνήθως για αρμόδιους οι οποίοι παραπέμπουν ένα άτομο σε άλλον αρμόδιο συνεχόμενα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)