κουκλίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κουκλίστικος
- που έχει σχέση με κούκλα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (κατ’ επέκταση) όμορφος και χαριτωμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κουκλίστικα
- → δείτε τη λέξη κούκλα