menteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- menteur < παλαιά γαλλική menteor < λατινική mendax
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | menteur | menteurs |
θηλυκό | menteuse | menteuses |
menteur (fr) αρσενικό
- ο ψεύτης