mentor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mentor (en)
- μέντορας, πνευματικός καθοδηγητής ή σύμβουλος κάποιου νεότερου
Ρήμα[επεξεργασία]
mentor (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mentor | mentors |
mentor (fr)