middle age

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: middle-aged

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

middle age < → δείτε τις λέξεις middle και age

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

middle age (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μέση ηλικία
    a middle age person/a person of middle age - άνθρωπος μέσης ηλικίας

Πηγές[επεξεργασία]