minable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
minable | minables |
minable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
minable | minables |
minable (fr) αρσενικό
- ο τιποτένιος, ο ξεφτίλας