Μετάβαση στο περιεχόμενο

misgiving

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
misgiving misgivings

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
misgiving < mis- + giving

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

misgiving (en)