mixeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mixeur | mixeurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mixeur (fr) αρσενικό
- συσκευή για την κουζίνα που διαλύει και ανακατεύει τα τρόφιμα
- συσκευή για την ανάμειξη ήχου και εικόνας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη mixer