mixeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mixeur mixeurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mixeur (fr) αρσενικό

  1. συσκευή για την κουζίνα που διαλύει και ανακατεύει τα τρόφιμα
  2. συσκευή για την ανάμειξη ήχου και εικόνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη mixer