mobilisable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mobilisable < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.zabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mobilisable mobilisables

mobilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να κινητοποιηθεί
  2. στρατεύσιμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mobilisable mobilisables

mobilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]