mobilisateur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mobilisateur < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.za.tœʁ/
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | mobilisateur | mobilisateurs |
| θηλυκό | mobilisatrice | mobilisatrices |
mobilisateur (fr)
- (στρατιωτικός όρος) υπεύθυνος της κινητοποίησης
- που μπορεί να κινητοποιεί