mobilitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mobilitate (ro) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του mobilitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o mobilitate | mobilitatea | nişte mobilități | mobilitățile |
γενική | a unei mobilități | mobilității | a unor mobilități | mobilităților |
δοτική | a unei mobilități | mobilității | a unor mobilități | mobilităților |
αιτιατική | o mobilitate | mobilitatea | nişte mobilități | mobilitățile |
κλητική | — | - | — | - |