modera
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- modera < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modera | moderaj |
αιτιατική | moderan | moderajn |
modera (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modera | moderaj |
αιτιατική | moderan | moderajn |
modera (eo)