mondmilito
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mondmilito | mondmilitoj |
αιτιατική | mondmiliton | mondmilitojn |
mondmilito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mondmilito | mondmilitoj |
αιτιατική | mondmiliton | mondmilitojn |
mondmilito (eo)