mondoparto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mondoparto | mondopartoj |
αιτιατική | mondoparton | mondopartojn |
mondoparto (eo)
- esperantistoj el diversaj mondopartoj - εσπεραντιστές από διάφορα μέρη του κόσμου